Το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων στην Ελβετία έχουν επιβεβαιώσει για ακόμα μία φορά την προκλητική συμπεριφορά της Τουρκίας, ο τελικός στόχος της οποίας πόρρω απέχει από μία δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού. Στην Ελβετία η Τουρκία είχε δύο στόχους. Είτε την εξασφάλιση περαιτέρω υποχωρήσεων του Προέδρου της Δημοκρατίας σε κεφάλαια που θεωρεί μεγαλύτερης σημασίας, όπως είναι η εκ περιτροπής προεδρία και η ασφάλεια, είτε να οδηγήσει τις συνομιλίες σε αδιέξοδο επιρρίπτοντας ευθύνες στη δική μας πλευρά για να μπορέσει να προωθήσει εναλλακτικές επιλογές σε σχέση με την αναβάθμιση του ψευδοκράτους ή την περαιτέρω προώθηση της διαδικασίας προσάρτησής του στην Τουρκία.
Για ακόμη μια φορά παρατηρούμε την Τουρκία να μένει σταθερή στους από τη δεκαετία του 1950, διαμορφωμένους στόχους της για τη δημιουργία των προϋποθέσεων για τον έλεγχο (πολιτικό και στρατιωτικό) ολόκληρης της Κύπρου και σε μελλοντική φάση, ει δυνατόν, κατάληψη και ενσωμάτωσή της στην Τουρκική επικράτεια.
Η αλλαγή τακτικής, πλέον, αποδεικνύεται ως μία ρεαλιστική διέξοδος στην τουρκική στάση. Αυτό μας το επιβάλλει, εξάλλου, η Τουρκοκυπριακή ηγεσία, που είναι υποχείρια στην Άγκυρα, αλλά και η ίδια η Τουρκία που έχουν επιβεβαιώσει πόσο αναξιόπιστες είναι τόσο στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων όσο και στη διεθνή κονίστρα, μέσω της αμφισβήτησης διεθνών συνθηκών και συμφωνιών. Μας το επιβάλλει και ο ίδιος ο Ακιντζί ο οποίος δρα ως πληρεξούσιος τοποτηρητής της ισλαμοφασιστικής Τουρκίας και του Ερντογάν. Μας το επιβάλλει και ο ίδιος ο μεροληπτικός Έσπεν Μπαρθ Άιντα του οποίου οι πιέσεις και η σκόπιμη ωραιοποίηση της κατάστασης αποδεικνύουν πως δεν ακολουθεί τους όρους εντολής του.
Χέρι βοηθείας αλλά και ασπίδα προστασίας στους τουρκικούς στόχους στάθηκε η σωστή στάση της Ελληνικής πολιτειακής ηγεσίας η οποία αγγίζει την ουσία του ζητήματος. Πλήρως σύμφωνη η ΕΔΕΚ με τη στάση αυτή, εμμένει πως η σύγκληση πολυμερούς διάσκεψης, θα πρέπει να ασχοληθεί μόνο με θέματα της διεθνούς πτυχής του Κυπριακού. Η διάσκεψη αυτή θα πρέπει να ασχοληθεί μόνο με την αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων και εποίκων και την κατάργηση των εγγυήσεων.
Η διάσκεψη αυτή επιβάλλεται να είναι με τη σωστή σύνθεση. Ως εκ τούτου σε αυτή θα πρέπει η Κυπριακή Δημοκρατία να είναι παρούσα και οι δύο κοινότητες να εκπροσωπηθούν διά μέσου αυτής. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας να παρευρίσκεται ως Πρόεδρος ολόκληρης της Κύπρου, όπως προκύπτει από το σύνταγμα του 1960 που βρίσκεται εν ισχύει και όπως τον κατοχυρώνει το Πρωτόκολλο 10 της ένταξης της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεδομένου ότι σε αυτήν έχει ενταχθεί ολόκληρη η Κυπριακή Επικράτεια.
Οποιαδήποτε διαφορετική σύνθεση με απουσία της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ουσία επιβεβαιώνει την τουρκική θέση «περί εκλιπούσας» Κυπριακής Δημοκρατίας και θα αποτελέσει ένα πρόσθετο πλεονέκτημα για την Τουρκία στην προσπάθειά της για κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αυτό είναι κάτι στο οποίο η δική μας πλευρά δεν πρέπει ποτέ να υπαναχωρήσει.
Για την ΕΔΕΚ είναι πλέον ξεκάθαρο πως πρέπει να επικεντρωθούμε στις συζητήσεις που αφορούν τη διεθνή πτυχή του προβλήματος. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η Κυπριακή Κυβέρνηση πρέπει να καταθέσει άμεσα αίτημα στα Ηνωμένα Έθνη για διεθνή διάσκεψη με την παρουσία και των πέντε μονίμων μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας στην οποία να συζητηθεί η διεθνής πτυχή του Κυπριακού. Ταυτόχρονα επιβάλλεται να οριστεί μία συνάντηση του Εθνικού Συμβουλίου με την ελληνική πολιτειακή ηγεσία (τον Πρόεδρο, τον Πρωθυπουργό και τον Υπουργό Εξωτερικών) για σκοπούς ευρείας ανασκόπησης της κατάστασης και συντονισμό των περαιτέρω ενεργειών μας. Τέλος, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας επιβάλλεται να κάνει μία προσεκτική διαχείριση της όλης κατάστασης, επιβεβαιώνοντας τη θετική στάση που τήρησε στις συζητήσεις στην Ελβετία.